-
1 голодный
голодный πεινασμένος νηστικός (ничего не евший) я голоден πεινώ, είμαι πεινασμένος* * *πεινασμένος; νηστικός ( ничего не евший)я го́лоден — πεινώ, είμαι πεινασμένος
-
2 голодный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. πεινασμένος, νηστικός•очень голодный πειναλέος•
-ая собака πεινασμένο σκυλί•
быть -ден είμαι πεινασμένος, πεινώ•
-ая смерть θάνατος από την πείνα•
-ые боли νυγμοί του στομάχου από την πείνα.
2. άφορος, άγονος, άκαρπος•голодный год άκαρπος χρόνος•
голодный край άγονη περιοχή, φτωχότοπος.
3. φτωχικός, πενιχρός, λιτός, γλίσχρος•голодный обед φτωχικό φαγητό•
голодный паек πενιχρό βοήθημα τροφής, βοήθημα πείνας.
-
3 голодный
голод||ныйприл1. νηστικός, πεινασμένος:быть \голодныйным εἶμαι νηστικός, εἶμαι πεινασμένος·2. (неурожайный, скудный) ἀφορος, ἄγονος:\голодный край ἡ ἄγονη περιοχή· \голодный годто ἀφορο ἐτος· \голодный паек τό σιτηρέσιο πείνας·3. (вызванный голодом):\голодныйная смерть ὁ θάνατος ἀπ' τήν πείνα, ἡ λιμοκτονία.
См. также в других словарях:
νηστικός — (I) ή, ό, θηλ. και ιά (ΑΜ νηστικός, ή, όν) [νήστις] αυτός που δεν τρώει ή που δεν έχει φάει τίποτε για ένα χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το κανονικό, άσιτος νεοελλ. μσν. 1. αυτός που δεν είναι πιωμένος ή που δεν έχει μεθύσει, ξεμέθυστος 2.… … Dictionary of Greek
λιμάζω — και λιμάσσω και λαμάζω (Μ λιμάζω και λιμάσσω) 1. κατέχομαι από μεγάλη πείνα, πεινώ πολύ 2. λιμοκτονώ, πεθαίνω από πείνα 3. (ο τ. λαμάζω) (μτβ.) επιθυμώ πολύ κάποια τροφή, λιγουρεύομαι («είδα τα φρούτα και τά λάμαξε η καρδιά μου») 4. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
απόσιτος — ἀπόσιτος, ον (AM) αυτός που μένει χωρίς τροφή, νηστικός αρχ. 1. ο πεινασμένος 2. αυτός που δεν έχει όρεξη, ανόρεχτος … Dictionary of Greek